σωματοειδής: Difference between revisions

40
(eksahir)
(40)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que tiene aspecto corpóreo]]
|esgtx=[[que tiene aspecto corpóreo]]
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σωματική [[υπόσταση]], [[υλικός]] («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ [[λύπη]] προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῑ σωματοειδῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική [[μορφή]] («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη [[μορφή]], που ενσαρκώθηκε<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδρός]]<br /><b>3.</b> οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», <b>Πολ.</b><br />β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοειδῶς</i> ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />με σωματική [[υπόσταση]], σαν να είχε υλικό [[σώμα]] («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />συστηματικά οργανωμένα, με [[διάρθρωση]] ζωντανού οργανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}