τυρώδης: Difference between revisions

42
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de la nature du fromage.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />de la nature du fromage.<br />'''Étymologie:''' [[τυρός]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[τυρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τυρός]]<br />[[τυροειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τυρώδης]] [[νέκρωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] νέκρωσης που εμφανίζεται σε [[φυματίωση]], αλλ. [[τυροειδής]] [[εκφύλιση]] ή [[τυροειδής]] [[αλλοίωση]] ή [[τυροειδοποίηση]].
}}
}}