συσκευασία: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[συσκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[τεχνολογία]] και η [[μέθοδος]] κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]] για [[μεταφορά]], [[αποθήκευση]] και [[πώληση]], κν. [[αμπαλάζ]] ή [[αμπαλάρισμα]]<br /><b>2.</b> το εξωτερικό [[περίβλημα]] ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην [[προστασία]] του και για στην [[αισθητική]] [[ικανοποίηση]] του καταναλωτή<br /><b>3.</b> [[φαρμακευτική]] [[σύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύναξη]] και [[διευθέτηση]] τών σκευών για [[αναχώρηση]] ή [[πορεία]].
}}
}}