τελεσφόρος: Difference between revisions

41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui mène à terme, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> qui achève, qui accomplit : τελεσφόρον [[εἰς]] ἐνιαυτόν IL, OD pour la durée d’une année accomplissant sa révolution, <i>càd</i> pour une année entière;<br /><b>2</b> qui décide, décisif;<br /><b>3</b> qui fait parvenir à terme, à maturité;<br /><b>4</b> qui même à bonne fin, qui dirige bien : δωμάτων ESCHL une maison;<br /><b>II.</b> qui s’accomplit, qui se réalise.<br />'''Étymologie:''' [[τέλος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui mène à terme, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> qui achève, qui accomplit : τελεσφόρον [[εἰς]] ἐνιαυτόν IL, OD pour la durée d’une année accomplissant sa révolution, <i>càd</i> pour une année entière;<br /><b>2</b> qui décide, décisif;<br /><b>3</b> qui fait parvenir à terme, à maturité;<br /><b>4</b> qui même à bonne fin, qui dirige bien : δωμάτων ESCHL une maison;<br /><b>II.</b> qui s’accomplit, qui se réalise.<br />'''Étymologie:''' [[τέλος]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[τελεσφόρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρνει αίσιο [[τέλος]] σε [[κάτι]], αποτελεσμαστικός, [[δραστικός]], [[καρποφόρος]], [[τελεσιουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκπληρώνεται, που πραγματοποιείται, που επαληθεύεται («πατρὸς δὴ νῡν ἀραὶ τελεσφόροι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που επιτυγχάνει τους σκοπούς του («[[τελεσφόρος]] Δίκη κακοὺς κακῶς φθείρειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που φέρει καρπούς σε ορισμένη [[εποχή]]<br /><b>4.</b> (για [[δένδρο]]) αυτός που φέρει τους καρπούς του, ώσπου να ωριμάσουν εντελώς<br /><b>5.</b> αυτός που συντελεί σε [[γονιμότητα]] («γλυκὺ καὶ πότιμον ἤ ὁλως ἄτροφον ἤ μὴ τελεσφόρον ἐστίν [[[ὕδωρ]]]», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> αυτὸς που έχει τη [[διοίκηση]], που κυβερνά («ἐξελθέτω τις δωμάτων [[τελεσφόρος]] γυνὴ [[τόπαρχος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] τών αριθμών [[επτά]] και [[εννέα]]<br /><b>8.</b> [[μάγος]], [[γόης]]<br /><b>9.</b> [[τίτλος]] ιερέα στην [[Κυρήνη]]<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Τελεσφόρος</i><br />[[ονομασία]] θεότητας που λατρευόταν [[μαζί]] με τον Ασκληπιό και την Υγιεία, αλλ. [[Τελεσφορίων]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τελεσφόρως]] Ν<br />[[κατά]] τρόπο τελεσφόρο, αποτελεσματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}