3,274,159
edits
(6_18) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες [[σφόδρα]], κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. [[εἶναι]] = [[ταχέως]] θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829. | |lstext='''τᾰχῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες [[σφόδρα]], κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. [[εἶναι]] = [[ταχέως]] θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυθάνατος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ [[φονικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραχύβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πρόκειται να πεθάνει [[σύντομα]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπερήλικας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυθάνατος]] εἰμι» — [[πεθαίνω]] [[γρήγορα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βραδυ</i>-[[θάνατος]])]. | |||
}} | }} |