ὑπολαΐς: Difference between revisions

43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]].
|btext=[ᾱ] ΐδος (ἡ),<br />pouillot, <i>oiseau qui couve les œufs que le coucou vient déposer dans son nid</i>, ARSTT. <i>HA</i> 6.7.5, THPHR. <i>CP</i> 2.17.9.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λᾶς]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπολαΐς]], -[[ίδος]], ΝΑ, και [[ὑπολωΐς]] και [[ὑποληΐς]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] εντομοφάγων στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας συλβιίδες ή μουσκικαπίδες, γνωστών με την [[κοινή]] γενική [[ονομασία]] [[στριτσίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπολαΐς]] [[ὄρνις]] τις τῶν σκωληκοφάγων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. πτηνού, η οποία συνδέεται με τη λ. [[λαιός]] (Ι) «[[πετροκότσυφας]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ἐπιλαΐς]]). Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypolais</i>].
}}
}}