3,273,762
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le meurtre, l’assassinat : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;<br /><b>2</b> porté au meurtre, sanguinaire, cruel ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.<br />'''Étymologie:''' [[φόνος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le meurtre, l’assassinat : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;<br /><b>2</b> porté au meurtre, sanguinaire, cruel ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.<br />'''Étymologie:''' [[φόνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φονικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν [[φάρμακον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) <i>το φονικό</i> και <i>τὰ φονικά</i><br />ο [[φόνος]], οι φόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] σε δολοφονίες, [[αιμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[διάθεση]] για [[διάπραξη]] φόνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φονικώς]] / <i>φονικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φονικά</i> Ν<br />με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό. | |||
}} | }} |