3,271,449
edits
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=–ή, -ό (Α [[ἀκουστός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει [[αισθητός]] με την [[ακοή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω κάποιον ή [[κάτι]] [[ακουστά]]», [[γνωρίζω]] εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με άρν.) αυτός που δεν [[πρέπει]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ακουστεί, ο [[ανήκουστος]].<br /><b>3.</b> <b>(Φυσ.)</b> Ακουστός χαρακτηρίζεται ο [[ήχος]] που μπορεί να γίνει [[αντιληπτός]] από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί [[είναι]] οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] 0 και 120 [[περίπου]] [[ντεσιμπέλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκουστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακουστά]], [[ακουστότητα]]]. | |mltxt=–ή, -ό (Α [[ἀκουστός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει [[αισθητός]] με την [[ακοή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έχω κάποιον ή [[κάτι]] [[ακουστά]]», [[γνωρίζω]] εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με άρν.) αυτός που δεν [[πρέπει]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να ακουστεί, ο [[ανήκουστος]].<br /><b>3.</b> <b>(Φυσ.)</b> Ακουστός χαρακτηρίζεται ο [[ήχος]] που μπορεί να γίνει [[αντιληπτός]] από έναν φυσιολογικό ακροατή. Ακουστοί [[είναι]] οι ήχοι με συχνότητες από 20 ως 20.000 χερτζ που η έντασή τους περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] 0 και 120 [[περίπου]] [[ντεσιμπέλ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκουστικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακουστά]], [[ακουστότητα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκουστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀκούω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να ακουστεί, [[ακουστός]], [[ευδιάκριτος]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που πρέπει να ακουστεί, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |