ἀνάδικος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ψῆφον ἀνάδικον [[καθίστημι]]», [[αναιρώ]] προηγούμενη [[απόφαση]] δικαστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναδικία]].
|mltxt=[[ἀνάδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ψῆφον ἀνάδικον [[καθίστημι]]», [[αναιρώ]] προηγούμενη [[απόφαση]] δικαστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναδικία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζεται από την [[αρχή]], σε Ανδ., Πλούτ.
}}
}}