3,273,773
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνδράποδον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αιχμάλωτος]] που τον πουλούν ως δούλο, [[δούλος]]<br /><b>2.</b> άναντρος, [[άβουλος]], [[δουλοπρεπής]] άντρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>ανδράποδα</i>, αναλογικά [[προς]] το [[τετράποδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τετραπόδων πάντων και ανδραπόδων</i>). Σήμαινε [[κυρίως]] τον εχθρό που αιχμαλωτίζεται και πουλιέται ως [[δούλος]] ([[Όμηρος]] <b>κ.ά.</b>), προσέλαβε όμως και [[σημασία]] που εκφράζει [[περιφρόνηση]] ([[Πλάτων]], Ξενοφών <b>κ.ά.</b>). Στον Όμηρο απαντά τ. <i>ανδραπόδεσι</i> (ως δοτ. ενός τ. <i>ανδράπους</i>), όπου ο Αρίσταρχος διορθώνει σε <i>ανδραπόδοισι</i>. Πάντως [[είναι]] [[σχεδόν]] βέβαιο ότι ο τ. στον ενικό [[ανδράποδον]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και γι΄ αυτό ο [[ομηρικός]] [[στίχος]] (Ιλ. Η 475) αμφισβητήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς]. | |mltxt=[[ἀνδράποδον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αιχμάλωτος]] που τον πουλούν ως δούλο, [[δούλος]]<br /><b>2.</b> άναντρος, [[άβουλος]], [[δουλοπρεπής]] άντρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>ανδράποδα</i>, αναλογικά [[προς]] το [[τετράποδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τετραπόδων πάντων και ανδραπόδων</i>). Σήμαινε [[κυρίως]] τον εχθρό που αιχμαλωτίζεται και πουλιέται ως [[δούλος]] ([[Όμηρος]] <b>κ.ά.</b>), προσέλαβε όμως και [[σημασία]] που εκφράζει [[περιφρόνηση]] ([[Πλάτων]], Ξενοφών <b>κ.ά.</b>). Στον Όμηρο απαντά τ. <i>ανδραπόδεσι</i> (ως δοτ. ενός τ. <i>ανδράπους</i>), όπου ο Αρίσταρχος διορθώνει σε <i>ανδραπόδοισι</i>. Πάντως [[είναι]] [[σχεδόν]] βέβαιο ότι ο τ. στον ενικό [[ανδράποδον]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και γι΄ αυτό ο [[ομηρικός]] [[στίχος]] (Ιλ. Η 475) αμφισβητήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνδράποδον:''' [δρᾰ], τό, Επικ. δοτ. πληθ. [[ἀνδραπόδεσσι]],<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο και πουλήθηκε ως [[δούλος]], [[αιχμάλωτος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[δούλος]], [[δουλικός]] ή [[δουλοπρεπής]] [[άνθρωπος]], σε Πλάτ., Ξεν. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |