βάταλος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]].
|mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.
}}
}}