ἀπονοσφίζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπονοσφίζω]] (Α) [[απονόσφι]]<br /><b>1.</b> [[αποστερώ]], [[αποκλείω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]<br /><b>3.</b> [[προσπαθώ]] να διώξω [[μακριά]] μου.
|mltxt=[[ἀπονοσφίζω]] (Α) [[απονόσφι]]<br /><b>1.</b> [[αποστερώ]], [[αποκλείω]] κάποιον από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]<br /><b>3.</b> [[προσπαθώ]] να διώξω [[μακριά]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονοσφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ξεχωριστά, [[αποχωρίζω]], [[αποστερώ]], [[απορρίπτω]], αποδιώχνω, <i>τινά τινος</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφαιρώ]], [[αποψιλώνω]], [[αφαιρώ]] δια της βίας, <i>ὅπλων τινά</i>, σε Σοφ. — Παθ., αποστερούμαι, ληστεύομαι, απογυμνώνομαι από, <i>ἐδωδήν</i>, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. του τόπου, [[διαφεύγω]] από, [[προσπαθώ]] να αποφύγω [[κάτι]], σε Σοφ.
}}
}}