διαιρετικός: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να διαιρεί, να χωρίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρόσφορος]] για χωρισμό<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[μεριστικός]]<br /><b>4.</b> <b>(λογ.)</b> προερχόμενος από [[διαίρεση]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διαιρετική</i><br />[[κλάδος]] της διαλεκτικής<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>γραμμ.</b> <i>το διαιρετικόν</i><br />μικρή ορίζονται [[γραμμή]] (-) με την οποία οι λέξεις χωρίζονται σε συλλαβές ([[αλλιώς]] ενωτικό, [[συνέχεια]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) <i>τα διαιρετικά</i><br />τα διαλυτικά (··) ([[αλλιώς]] διάστιγμα).
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να διαιρεί, να χωρίζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρόσφορος]] για χωρισμό<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> [[μεριστικός]]<br /><b>4.</b> <b>(λογ.)</b> προερχόμενος από [[διαίρεση]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διαιρετική</i><br />[[κλάδος]] της διαλεκτικής<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>γραμμ.</b> <i>το διαιρετικόν</i><br />μικρή ορίζονται [[γραμμή]] (-) με την οποία οι λέξεις χωρίζονται σε συλλαβές ([[αλλιώς]] ενωτικό, [[συνέχεια]]<br /><b>7.</b> (το ουδ. ως ουσ. στον πληθ.) <i>τα διαιρετικά</i><br />τα διαλυτικά (··) ([[αλλιώς]] διάστιγμα).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαιρετικός:''' -ή, -όν ([[διαιρέω]]), [[διαιρετός]], διανεμητός, σε Πλάτ.
}}
}}