3,258,453
edits
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστασίαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο [[ειρηνικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος γίνεται [[δεκτός]] [[χωρίς]] διαφωνίες των ειδικών («[[ερμηνεία]] αστασίαστη»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[νομοταγής]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστασίαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο [[ειρηνικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος γίνεται [[δεκτός]] [[χωρίς]] διαφωνίες των ειδικών («[[ερμηνεία]] αστασίαστη»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[νομοταγής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀστᾰσίαστος:''' -ον ([[στασιάζω]]), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, [[ελεύθερος]] από κομματικό [[πνεύμα]], μη [[φατριαστικός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |