ἀστασίαστος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστασίαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο [[ειρηνικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος γίνεται [[δεκτός]] [[χωρίς]] διαφωνίες των ειδικών («[[ερμηνεία]] αστασίαστη»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[νομοταγής]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστασίαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο [[ειρηνικός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος γίνεται [[δεκτός]] [[χωρίς]] διαφωνίες των ειδικών («[[ερμηνεία]] αστασίαστη»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[νομοταγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστᾰσίαστος:''' -ον ([[στασιάζω]]), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, [[ελεύθερος]] από κομματικό [[πνεύμα]], μη [[φατριαστικός]], σε Πλάτ.
}}
}}