ἀπροσπέλαστος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσπέλαστος]], -ον) [[προσπελάζω]]<br />(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πλησιάσει, [[απρόσιτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσπέλαστος]], -ον) [[προσπελάζω]]<br />(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πλησιάσει, [[απρόσιτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροσπέλαστος:''' -ον ([[προσπελάζω]]), [[απρόσιτος]], [[απλησίαστος]], σε Στράβ., Πλούτ.
}}
}}