αὐτοτελής: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[αὐτοτελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] αφεαυτού, [[αυτάρκης]]<br /><b>2.</b> [[ανεξάρτητος]], [[αυθύπαρκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, [[επαρκής]], [[αυτοσυντήρητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει [[μόνος]] τις υποχρεώσεις του<br /><b>4.</b> [[ανέκκλητος]], [[τελεσίδικος]]<br /><b>5.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την απόλυτη [[εξουσία]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατελής]], [[ευτελής]], [[ισοτελής]], [[υποτελής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ές (AM [[αὐτοτελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] αφεαυτού, [[αυτάρκης]]<br /><b>2.</b> [[ανεξάρτητος]], [[αυθύπαρκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, [[επαρκής]], [[αυτοσυντήρητος]]<br /><b>3.</b> αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει [[μόνος]] τις υποχρεώσεις του<br /><b>4.</b> [[ανέκκλητος]], [[τελεσίδικος]]<br /><b>5.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την απόλυτη [[εξουσία]] να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ατελής]], [[ευτελής]], [[ισοτελής]], [[υποτελής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοτελής:''' -ές ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τελειώνει από [[μόνος]] του, αφ' [[εαυτού]] [[ολοκληρωμένος]], αυτός που υποστηρίζει τον εαυτό του, <i>ἱππεῖς</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ([[τέλος]] I<b>V</b>), αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, αυτοφορολογούμενος, σε Θουκ.
}}
}}