θησαυρίζω: Difference between revisions

4
(17)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[θησαυρίζω]]) [[θησαυρός]]<br />[[αποταμιεύω]], [[αποθησαυρίζω]] («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», <b>Ηρόδ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταρτίζω]] [[συλλογή]] («[[θησαυρίζω]] τις παροιμίες»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[πλουτίζω]], [[σχηματίζω]] θησαυρό, έχω ή [[αποκτώ]] [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] κάποιον πλούσιο, [[δίνω]] σε κάποιον θησαυρούς («θησαύριζε την [[ψυχή]] σου»<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αποθηκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[διατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]] (α. «ὡς πῡρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» ΚΔ<br />θ. «θησαυρίζειν εὐτυχίαν», <b>Αππ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θησαυρίζομαι</i><br />[[αποταμιεύω]] για τον εαυτό μου.
|mltxt=(ΑΜ [[θησαυρίζω]]) [[θησαυρός]]<br />[[αποταμιεύω]], [[αποθησαυρίζω]] («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», <b>Ηρόδ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταρτίζω]] [[συλλογή]] («[[θησαυρίζω]] τις παροιμίες»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[πλουτίζω]], [[σχηματίζω]] θησαυρό, έχω ή [[αποκτώ]] [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] κάποιον πλούσιο, [[δίνω]] σε κάποιον θησαυρούς («θησαύριζε την [[ψυχή]] σου»<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αποθηκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[διατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]] (α. «ὡς πῡρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» ΚΔ<br />θ. «θησαυρίζειν εὐτυχίαν», <b>Αππ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θησαυρίζομαι</i><br />[[αποταμιεύω]] για τον εαυτό μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θησαυρίζω:''' ([[θησαυρός]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[αποθηκεύω]] ή [[θησαυρίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.
}}
}}