δύσφημος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσφημος]], -ον<br />Α δωρ. και δύσφαμος, -ον)<br />[[υβριστικός]], [[κακολόγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάσφημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσφημος]], -ον<br />Α δωρ. και δύσφαμος, -ον)<br />[[υβριστικός]], [[κακολόγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βλάσφημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[δυσοίωνος]], [[απαίσιος]], σε Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]], σε Θέογν.
}}
}}