μεσόλευκος: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόλευκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στη [[μέση]] [[λευκός]], ο αναμεμιγμένος με [[λευκό]] [[χρώμα]], ο [[διάλευκος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μεσόλευκος]]<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μεσόλευκος]]<br />το [[φυτό]] [[λευκάς]] η ορεινή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λευκός]].
|mltxt=[[μεσόλευκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στη [[μέση]] [[λευκός]], ο αναμεμιγμένος με [[λευκό]] [[χρώμα]], ο [[διάλευκος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μεσόλευκος]]<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[μεσόλευκος]]<br />το [[φυτό]] [[λευκάς]] η ορεινή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λευκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
}}
}}