ὑποτέμνω: Difference between revisions

6
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑποτάμνω]] Α [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[αποκάτω]] («ὑπὸ γλῶσσαν [[τάμε]] [[χαλκός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόβω]] [[κρυφά]], δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις [[δέρμα]] μοχθηροῡ βοός», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκόπτω]], [[παρεμποδίζω]] με [[δολιότητα]] (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς», Διον. Αλ.<br />β. «μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κόβω]], [[ματαιώνω]], [[καταστέλλω]] (α. «ὑποτέμοι ἂν τὰς ἐλπίδας», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὑπετέμετο τὰς πάντων ὁρμάς», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=και ιων. τ. [[ὑποτάμνω]] Α [[τέμνω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[αποκάτω]] («ὑπὸ γλῶσσαν [[τάμε]] [[χαλκός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόβω]] [[κρυφά]], δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις [[δέρμα]] μοχθηροῡ βοός», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκόπτω]], [[παρεμποδίζω]] με [[δολιότητα]] (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς», Διον. Αλ.<br />β. «μὴ ὑποτέμνων πηγὰς φανερὰς ἰδιώτου μηδενός», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[κόβω]], [[ματαιώνω]], [[καταστέλλω]] (α. «ὑποτέμοι ἂν τὰς ἐλπίδας», <b>Ξεν.</b><br />β. «ὑπετέμετο τὰς πάντων ὁρμάς», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτέμνω:''' Ιων. -[[τάμνω]], μέλ. <i>-τεμῶ</i> και <i>τεμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-έτᾰμον</i>, Επικ. απαρ. -[[ταμέειν]], παρακ. -[[τέτμηκα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>-ετμήθην</i>, παρακ. -[[τέτμημαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[αποκόπτω]], [[αφαιρώ]] από [[κάτω]], [[αφαιρώ]] κόβοντας, σε Όμηρ. — Παθ., σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] [[κρυφά]] ή [[παράνομα]], λέγεται για πωλητή δερμάτων, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αποσπώ]], [[διακόπτω]], [[σταματώ]], σε Ξεν.· ομοίως σε Ηρόδ.· ὑποτέμνεσθαι [[τὰς]] ὁδούς, [[εμποδίζω]], [[φράζω]], [[κλείνω]], [[παρακωλύω]] τον δρόμο κάποιου, [[σταματώ]] κάποιον απότομα, σε Αριστοφ.· <i>ὑποτέμνεσθαί τινα</i>, τον [[εμποδίζω]], σε Ξεν.
}}
}}