μεγαλογνώμων: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
|mltxt=[[μεγαλογνώμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υψηλό και ευγενές [[φρόνημα]], [[μεγαλόφρων]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεγαλόγνωμον</i><br />η [[μεγαλογνωμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλογνώμων:''' -ον, αυτός που έχει ευγενές [[φρόνημα]], σε Ξεν.
}}
}}