πολυέλικτος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>έλικτος</i>].
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>έλικτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυέλικτος:''' -ον, [[πολύ]] συσπειρωμένος, [[πολυέλικτος]] [[ἁδονά]], [[ευχαρίστηση]], [[ηδονή]] του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.
}}
}}