τρίφυλος: Difference between revisions

6
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] φύλα, που έχει [[τρεις]] φυλές («[[πόλις]] [[τρίφυλος]]», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλλό</i>-<i>φυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] φύλα, που έχει [[τρεις]] φυλές («[[πόλις]] [[τρίφυλος]]», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φυλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλλό</i>-<i>φυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίφῡλος:''' [ῐ], -ον ([[φυλή]]), αυτός που προέρχεται από [[τρεις]] φυλές, <i>τριφύλους ποιέειν</i>, να τους διαιρέσεις σε [[τρεις]] φυλές, σε Ηρόδ.
}}
}}