πένομαι: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />(μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) [[είμαι]] πένητας, [[ενδεής]], [[φτωχός]], στερούμαι τα αναγκαία [[μέσα]] για άνετη [[διαβίωση]], ζω στερημένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]]<br /><b>2.</b> [[εργάζομαι]] για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> έχω [[έλλειψη]] άρα και [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τῶν σοφῶν [δηλ. τῆς σοφίας] οὐ πένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] («βροτήσια ἔργα πένεσθαι», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. του ρ. [[πένομαι]], όπως φαίνεται από το ομηρικό [[κείμενο]], [[είναι]] «[[εργάζομαι]], [[ασχολούμαι]] με οικιακές εργασίες». Αυτή η σημ. θα επέτρεπε πιθ. τη [[σύνδεση]] του ρ. με τ. όπως: λιθουαν. <i>pinti</i> «[[πλέκω]]», αρχ. σλαβ. <i>peti</i> «[[τεντώνω]]», αρμεν. <i>hanum</i> / <i>henum</i> «[[υφαίνω]]», γερμ. <i>spinnen</i> «[[γνέθω]]». Μια τέτοια [[σύνδεση]], όμως, προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι το ρ. [[πένομαι]] δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο αναφορικά με τέτοιες εργασίες. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι όλα τα [[παραπάνω]] ρ. ανάγονται σε μια γενική σημ. «[[τεντώνω]], [[απλώνω]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[καταβάλλω]] [[προσπάθεια]] για να τεντώσω [[κάτι]]». Επομένως, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, η οποία, όμως, παραμένει ανεπιβεβαίωτη, [[είναι]] δυνατό να ενταχθεί και το [[πένομαι]] στην [[οικογένεια]] αυτή, [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε συγκεκριμένο [[είδος]] εργασίας. Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η [[διαφορά]] σημ. που παρουσιάζουν τα παρ. του ρ. [[αυτού]]: οι τ. που εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[πόνος]], [[πονώ]] <b>κ.λπ.</b>) έχουν τη σημ. «[[εργασία]], [[προσπάθεια]], [[μόχθος]], [[κόπος]], [[λύπη]], [[ταραχή]]», η οποία στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[ένδεια]], [[φτώχεια]], [[στέρηση]]» (<b>πρβλ.</b> [[πενία]], [[πένης]], [[πενιχρός]]). Ανάλογη [[εξέλιξη]] παρουσιάζει και το λατ. <i>laboro</i> «[[πονώ]], [[εργάζομαι]], [[μοχθώ]], ταλαιπωρούμαι, [[υποφέρω]]»].
|mltxt=ΝΑ<br />(μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) [[είμαι]] πένητας, [[ενδεής]], [[φτωχός]], στερούμαι τα αναγκαία [[μέσα]] για άνετη [[διαβίωση]], ζω στερημένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]]<br /><b>2.</b> [[εργάζομαι]] για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> έχω [[έλλειψη]] άρα και [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τῶν σοφῶν [δηλ. τῆς σοφίας] οὐ πένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταγίνομαι]] με [[κάτι]], [[παρασκευάζω]] ή [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] («βροτήσια ἔργα πένεσθαι», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η αρχική σημ. του ρ. [[πένομαι]], όπως φαίνεται από το ομηρικό [[κείμενο]], [[είναι]] «[[εργάζομαι]], [[ασχολούμαι]] με οικιακές εργασίες». Αυτή η σημ. θα επέτρεπε πιθ. τη [[σύνδεση]] του ρ. με τ. όπως: λιθουαν. <i>pinti</i> «[[πλέκω]]», αρχ. σλαβ. <i>peti</i> «[[τεντώνω]]», αρμεν. <i>hanum</i> / <i>henum</i> «[[υφαίνω]]», γερμ. <i>spinnen</i> «[[γνέθω]]». Μια τέτοια [[σύνδεση]], όμως, προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι το ρ. [[πένομαι]] δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο αναφορικά με τέτοιες εργασίες. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι όλα τα [[παραπάνω]] ρ. ανάγονται σε μια γενική σημ. «[[τεντώνω]], [[απλώνω]]» και κατ' [[επέκταση]] «[[καταβάλλω]] [[προσπάθεια]] για να τεντώσω [[κάτι]]». Επομένως, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, η οποία, όμως, παραμένει ανεπιβεβαίωτη, [[είναι]] δυνατό να ενταχθεί και το [[πένομαι]] στην [[οικογένεια]] αυτή, [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε συγκεκριμένο [[είδος]] εργασίας. Αξιοσημείωτη [[είναι]], [[τέλος]], η [[διαφορά]] σημ. που παρουσιάζουν τα παρ. του ρ. [[αυτού]]: οι τ. που εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> [[πόνος]], [[πονώ]] <b>κ.λπ.</b>) έχουν τη σημ. «[[εργασία]], [[προσπάθεια]], [[μόχθος]], [[κόπος]], [[λύπη]], [[ταραχή]]», η οποία στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[ένδεια]], [[φτώχεια]], [[στέρηση]]» (<b>πρβλ.</b> [[πενία]], [[πένης]], [[πενιχρός]]). Ανάλογη [[εξέλιξη]] παρουσιάζει και το λατ. <i>laboro</i> «[[πονώ]], [[εργάζομαι]], [[μοχθώ]], ταλαιπωρούμαι, [[υποφέρω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πένομαι:''' αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[δουλεύω]] για το καθημερινό [[ψωμί]] μου, για τον επιούσιο· γενικά, [[μοχθώ]], [[δουλεύω]], [[κοπιάζω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[φτωχός]] ή [[πάμφτωχος]], σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., είμαι [[φτωχός]] από, έχω [[ανάγκη]], έχω [[έλλειψη]], [[χρειάζομαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δουλεύω]], [[επεξεργάζομαι]], [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], <i>δαῖτα πένοντο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ [[ταῦτα]] πένεσθαι, στο ίδ.
}}
}}