σκεπτέον: Difference between revisions

6
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκεπτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[σκέπτομαι]], πρέπει τις νὰ σκεφθῇ ἢ ἐξετάση, Ἀριστοφ. Ἱππ. 35, Θουκ. 1. 72· σκ. τι [[ταύτῃ]] Πλάτ. Θεαίτ. 188C· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28Β· τόδε, εἰ ..., Ξεν. Ἱππ. 3, 4· τί ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3, 17· ποῖά ποτε ... ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8, 39· [[ὅπως]] ... ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 3, 11. 2) σκεπτέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ θεωρήσῃ ἢ ἐξετάσῃ, ἡ [[ἀλήθεια]] αὐτῶν σκ. Ἀντιφῶν 124. 10.
|lstext='''σκεπτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[σκέπτομαι]], πρέπει τις νὰ σκεφθῇ ἢ ἐξετάση, Ἀριστοφ. Ἱππ. 35, Θουκ. 1. 72· σκ. τι [[ταύτῃ]] Πλάτ. Θεαίτ. 188C· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28Β· τόδε, εἰ ..., Ξεν. Ἱππ. 3, 4· τί ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3, 17· ποῖά ποτε ... ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8, 39· [[ὅπως]] ... ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 3, 11. 2) σκεπτέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ θεωρήσῃ ἢ ἐξετάσῃ, ἡ [[ἀλήθεια]] αὐτῶν σκ. Ἀντιφῶν 124. 10.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[σκέπτομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που πρέπει να συλλογιζόμαστε, να υπολογίζουμε, να σκεφτόμαστε, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκεπτέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, να τύχει σκέψης, να εξεταστεί, σε Αντιφ.
}}
}}