δυσέκλυτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσέκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται δύσκολα<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται.
|mltxt=[[δυσέκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται δύσκολα<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσέκλῠτος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), [[δύσκολος]] να διαλυθεί, να επιλυθεί, [[δυσδιάλυτος]], [[δυσεπίλυτος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, αδιαλύτως, σε Αισχύλ.
}}
}}