3,274,873
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται δύσκολα<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται. | |mltxt=[[δυσέκλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται δύσκολα<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα ξεδιαλύνεται. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέκλῠτος:''' -ον ([[ἐκλύω]]), [[δύσκολος]] να διαλυθεί, να επιλυθεί, [[δυσδιάλυτος]], [[δυσεπίλυτος]]· επίρρ. <i>-τως</i>, αδιαλύτως, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |