θεοδίδακτος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεοδίδακτος]], -ον)<br />αυτός που διδάχθηκε από τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>δίδακτος</i>, <i>αυτο</i>-<i>δίδακτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεοδίδακτος]], -ον)<br />αυτός που διδάχθηκε από τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>δίδακτος</i>, <i>αυτο</i>-<i>δίδακτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεοδίδακτος:''' -ον, αυτός που έχει διδαχθεί το Θεό, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}