καταβραβεύω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβραβεύω]] (AM)<br />[[στερώ]] από κάποιον το [[βραβείο]], [[αδικώ]] («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν [[ταπεινοφροσύνη]] καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχω]], [[δεσπόζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταβραβεύομαι</i><br />καταδικάζομαι άδικα.
|mltxt=[[καταβραβεύω]] (AM)<br />[[στερώ]] από κάποιον το [[βραβείο]], [[αδικώ]] («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν [[ταπεινοφροσύνη]] καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχω]], [[δεσπόζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταβραβεύομαι</i><br />καταδικάζομαι άδικα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβρᾰβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στερώ]] κάποιον από το [[βραβείο]], με αιτ., σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι άδικα, σε Δημ.
}}
}}