3,272,958
edits
(19) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταβραβεύω]] (AM)<br />[[στερώ]] από κάποιον το [[βραβείο]], [[αδικώ]] («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν [[ταπεινοφροσύνη]] καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχω]], [[δεσπόζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταβραβεύομαι</i><br />καταδικάζομαι άδικα. | |mltxt=[[καταβραβεύω]] (AM)<br />[[στερώ]] από κάποιον το [[βραβείο]], [[αδικώ]] («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν [[ταπεινοφροσύνη]] καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχω]], [[δεσπόζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταβραβεύομαι</i><br />καταδικάζομαι άδικα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταβρᾰβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στερώ]] κάποιον από το [[βραβείο]], με αιτ., σε Καινή Διαθήκη — Παθ., καταδικάζομαι άδικα, σε Δημ. | |||
}} | }} |