νόμισμα: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νόμισμα]], Μ και [ὀ]νόμισμαν και νούμισμα) [[νομίζω]]<br />η βασική νομισματική [[μονάδα]] [[κάθε]] χώρας, το [[χρήμα]] που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία [[επικράτεια]] («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον [[νόμισμα]] κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῡναί σφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κέρμα]] από [[μέταλλο]] το οποίο εκδίδεται από το [[κράτος]], φέρει αναγεγραμμένη την [[αξία]] του και χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] διεξαγωγής αγοραπωλησιών<br /><b>2.</b> [[χαρτονόμισμα]] σε [[αντικατάσταση]] κερμάτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πλήρωσα με το ίδιο [[νόμισμα]]» — του ανταπέδωσα τα ίσα<br />β) «η μία [[πλευρά]] του νομίσματος» — η μία [[άποψη]] ενός ζητήματος<br />γ) «[[μετατρεψιμότητα]] νομίσματος» — η [[ικανότητα]] ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το καθιερωμένο από [[παλιά]] [[συνήθεια]], [[έθιμο]] («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν [[ἰσήρης]] [[ὅστις]] ἂν ψήφους λάβῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράγμα]] του οποίου η [[χρήση]] καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο [[θεσμός]] («οὐδὲν ἀνθρώποισιν [[οἷον]] [[ἄργυρος]] κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλήρες νόμιμο [[μέτρο]] («τῶν κοτυλῶν τὸ [[νόμισμα]] διαλυμαίνεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[νόμος]].
|mltxt=το (ΑΜ [[νόμισμα]], Μ και [ὀ]νόμισμαν και νούμισμα) [[νομίζω]]<br />η βασική νομισματική [[μονάδα]] [[κάθε]] χώρας, το [[χρήμα]] που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία [[επικράτεια]] («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον [[νόμισμα]] κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῡναί σφι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κέρμα]] από [[μέταλλο]] το οποίο εκδίδεται από το [[κράτος]], φέρει αναγεγραμμένη την [[αξία]] του και χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] διεξαγωγής αγοραπωλησιών<br /><b>2.</b> [[χαρτονόμισμα]] σε [[αντικατάσταση]] κερμάτων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τον πλήρωσα με το ίδιο [[νόμισμα]]» — του ανταπέδωσα τα ίσα<br />β) «η μία [[πλευρά]] του νομίσματος» — η μία [[άποψη]] ενός ζητήματος<br />γ) «[[μετατρεψιμότητα]] νομίσματος» — η [[ικανότητα]] ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το καθιερωμένο από [[παλιά]] [[συνήθεια]], [[έθιμο]] («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν [[ἰσήρης]] [[ὅστις]] ἂν ψήφους λάβῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράγμα]] του οποίου η [[χρήση]] καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο [[θεσμός]] («οὐδὲν ἀνθρώποισιν [[οἷον]] [[ἄργυρος]] κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το πλήρες νόμιμο [[μέτρο]] («τῶν κοτυλῶν τὸ [[νόμισμα]] διαλυμαίνεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[νόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νόμισμα:''' -ατος, τό ([[νομίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε καθιερώνεται από τη [[μακρά]] [[χρήση]], [[συνήθεια]], [[θεσμός]], σε Τραγ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> το ισχύον [[νόμισμα]] (χρηματική [[μονάδα]]) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.
}}
}}