πολυδάπανος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυδάπανος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί [[πολλά]] έξοδα, που προξενεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] (α. «πολυδάπανη [[επιχείρηση]]» β. «[[ὥστε]] [[οὔτε]] ἔρημός ποτε ἡ [[τράπεζα]] βρωτῶν γίγνεται... [[οὔτε]] [[πολυδάπανος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σπάταλος]], [[πολυέξοδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυδαπάνως</i> Α<br /><b>1.</b> αφειδώς, με [[σπατάλη]] («ἀνοιγομένου τοῦ στόματος [τῆς [[διώρυγος]]] και [[πάλιν]] κλειομένου [[φιλοτέχνως]] καὶ πολυδαπάνως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[πολλά]] έξοδα, ακριβοπληρωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάπανος]] «[[σπάταλος]]»].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυδάπανος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί [[πολλά]] έξοδα, που προξενεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] (α. «πολυδάπανη [[επιχείρηση]]» β. «[[ὥστε]] [[οὔτε]] ἔρημός ποτε ἡ [[τράπεζα]] βρωτῶν γίγνεται... [[οὔτε]] [[πολυδάπανος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σπάταλος]], [[πολυέξοδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυδαπάνως</i> Α<br /><b>1.</b> αφειδώς, με [[σπατάλη]] («ἀνοιγομένου τοῦ στόματος [τῆς [[διώρυγος]]] και [[πάλιν]] κλειομένου [[φιλοτέχνως]] καὶ πολυδαπάνως», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> με [[πολλά]] έξοδα, ακριβοπληρωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάπανος]] «[[σπάταλος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυδάπᾰνος:''' -ον ([[δαπάνη]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[μεγάλα]] έξοδα και δαπάνες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[υπερβολικός]], [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Ξεν.
}}
}}