3,277,121
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια. | |mltxt=[[δίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |