δίγληνος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
|mltxt=[[δίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
}}
}}