πίσινος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α [[πίσος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από πίσους, από μπιζέλια («ἐγὼ δ' [[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-η, -ον, Α [[πίσος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από πίσους, από μπιζέλια («ἐγὼ δ' [[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίσῐνος:''' [ῐ], -η, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από μπιζέλια· <i>ἔτνοςπίσινος</i>, [[σούπα]] με μπιζέλια, σε Αριστοφ.
}}
}}