ἀνεμπόδιστος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεμπόδιστος]], -ον)<br />μη εμποδιζόμενος, [[αμπόδιστος]], [[ακώλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν δημιουργεί κανένα [[εμπόδιο]], που δεν εμποδίζει.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεμπόδιστος]], -ον)<br />μη εμποδιζόμενος, [[αμπόδιστος]], [[ακώλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν δημιουργεί κανένα [[εμπόδιο]], που δεν εμποδίζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμπόδιστος:''' -ον ([[ἐμποδίζω]]), αυτός που δεν έχει [[εμπόδιο]], [[ανεμπόδιστος]], σε Αριστ.
}}
}}