ἀνιστόρητος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. [[ανιστόριστος]], -η, -ο (AM [[ἀνιστόρητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αγνοεί την [[ιστορία]], ο ιστορικά [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αναφέρεται από την [[ιστορία]], [[αμνημόνευτος]], [[ακατάγραφος]], [[άγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμόρφωτος]], [[αγράμματος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br />(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο [[δίχως]] εικόνες, [[αζωγράφητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απληροφόρητος]] για [[κάτι]].
|mltxt=κ. [[ανιστόριστος]], -η, -ο (AM [[ἀνιστόρητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αγνοεί την [[ιστορία]], ο ιστορικά [[αμόρφωτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αναφέρεται από την [[ιστορία]], [[αμνημόνευτος]], [[ακατάγραφος]], [[άγνωστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμόρφωτος]], [[αγράμματος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί («λαχτάρες ανιστόριστες», «Εσύ με τ' ανιστόριστα τα κάλλη» (Κ. Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br />(για εκκλησίες) ο μη ζωγραφισμένος, ο [[δίχως]] εικόνες, [[αζωγράφητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απληροφόρητος]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιστόρητος:''' -ον (ἀν- στερητικό [[ἱστορέω]]), [[αδαής]] [[περί]] της ιστορίας, [[ανιστόρητος]]· επίρρ. [[ἀνιστορήτως]] ἔχειν τινός, είμαι [[ανενημέρωτος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλούτ.
}}
}}