3,277,121
edits
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπαρακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μεταφέρεται<br /><b>2.</b> (για πλου) [[δύσκολος]]. | |mltxt=[[δυσπαρακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μεταφέρεται<br /><b>2.</b> (για πλου) [[δύσκολος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσπαρακόμιστος:''' -ον ([[παρακομίζω]]), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, [[ασήκωτος]], [[δυσκίνητος]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |