δυσπαρακόμιστος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπαρακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μεταφέρεται<br /><b>2.</b> (για πλου) [[δύσκολος]].
|mltxt=[[δυσπαρακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μεταφέρεται<br /><b>2.</b> (για πλου) [[δύσκολος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπαρακόμιστος:''' -ον ([[παρακομίζω]]), αυτός που δύσκολα μεταφέρεται μαζί, αυτός που δύσκολα συμπαρασύρεται, [[ασήκωτος]], [[δυσκίνητος]], σε Πολύβ.
}}
}}