3,274,747
edits
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνίστημι]]) [[ίστημι]]<br /><b>1.</b> (μτχ. παρακμ.) [[ενεστώς]], -<i>ώσα</i>. -<i>ώς</i><br />ο [[παρών]], ο τρέχων, ο διανυόμενος<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <b>γραμμ.</b> [[ενεστώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ενίσταμαι</i><br />[[υποβάλλω]] [[ένσταση]], [[εναντιώνομαι]], [[αντιτίθεμαι]], αντιτάσσομαι<br /><b>2.</b> (δικαν. όρος) «ενίσταμαι [[κατά]] της αποφάσεως» — [[προβάλλω]], [[υποβάλλω]] [[ένσταση]] [[κατά]] της αποφάσεως στο δικαστήριο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[εγκαθιστώ]], [[ορίζω]] κάποιον κληρονόμο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]], [[επιχειρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[βάζω]] κάποιον να σταθεί σ' ένα [[μέρος]], [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]], [[στήνω]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] κάποιον να σταθεί [[κοντά]]<br /><b>3.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]]<br />ΙΙ. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[στημένος]] [[μέσα]] («[[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῡ Περσέος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> εγκαθίσταμαι, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου («ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῡ ἁλόντος» — όποιος νικήσει παίρνει στην [[κατοχή]] του την [[περιουσία]] του νικημένου, <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> εκλέγομαι, ανακηρύσσομαι («ἀποθανόντος τοῡ βασιλέος [[ἄλλος]] ἐνίστηται [[βασιλεύς]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαπειλώ]], [[επίκειμαι]] («τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[πλησιάζω]], [[επίκειμαι]], [[αρχίζω]] («ὁ [[τότε]] ἐνστὰς [[πόλεμος]]», Δημ.)<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[αρχίζω]]<br /><b>10.</b> [[αντιστέκομαι]], [[εναντιώνομαι]] («ἤν τις ἐνίστηται τοῑς ποιουμένοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>απόλ.</b> [[στέκομαι]] σ' έναν [[τόπο]] για να προβάλω [[αντίσταση]] («τάς τε [[διόδους]] τών πύργων ένστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (σε [[συζήτηση]]) [[αντιλέγω]]<br /><b>9.</b> (ρητ. και λογ.) [[προβάλλω]] [[αντίρρηση]]<br /><b>10.</b> (για τους Ρωμ. δημάρχους) [[ασκώ]] το [[δικαίωμα]] της αρνησικυρίας (veto)<br /><b>11.</b> (για υγρά) στερεοποιούμαι, [[πήζω]]<br /><b>12.</b> (για [[δίκη]]) [[είμαι]] [[εκκρεμής]] («ἔτι μιᾱς ἐνεστώσης δίκης», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=(AM [[ἐνίστημι]]) [[ίστημι]]<br /><b>1.</b> (μτχ. παρακμ.) [[ενεστώς]], -<i>ώσα</i>. -<i>ώς</i><br />ο [[παρών]], ο τρέχων, ο διανυόμενος<br /><b>2.</b> (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <b>γραμμ.</b> [[ενεστώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> <i>ενίσταμαι</i><br />[[υποβάλλω]] [[ένσταση]], [[εναντιώνομαι]], [[αντιτίθεμαι]], αντιτάσσομαι<br /><b>2.</b> (δικαν. όρος) «ενίσταμαι [[κατά]] της αποφάσεως» — [[προβάλλω]], [[υποβάλλω]] [[ένσταση]] [[κατά]] της αποφάσεως στο δικαστήριο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[εγκαθιστώ]], [[ορίζω]] κάποιον κληρονόμο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]], [[επιχειρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. [[βάζω]] κάποιον να σταθεί σ' ένα [[μέρος]], [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]], [[στήνω]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] κάποιον να σταθεί [[κοντά]]<br /><b>3.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]]<br />ΙΙ. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[στημένος]] [[μέσα]] («[[ἄγαλμα]] ἐν αὐτῷ ἐνέστηκε τοῡ Περσέος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> εγκαθίσταμαι, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου («ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῡ ἁλόντος» — όποιος νικήσει παίρνει στην [[κατοχή]] του την [[περιουσία]] του νικημένου, <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> εκλέγομαι, ανακηρύσσομαι («ἀποθανόντος τοῡ βασιλέος [[ἄλλος]] ἐνίστηται [[βασιλεύς]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαπειλώ]], [[επίκειμαι]] («τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> [[πλησιάζω]], [[επίκειμαι]], [[αρχίζω]] («ὁ [[τότε]] ἐνστὰς [[πόλεμος]]», Δημ.)<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[αρχίζω]]<br /><b>10.</b> [[αντιστέκομαι]], [[εναντιώνομαι]] («ἤν τις ἐνίστηται τοῑς ποιουμένοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>απόλ.</b> [[στέκομαι]] σ' έναν [[τόπο]] για να προβάλω [[αντίσταση]] («τάς τε [[διόδους]] τών πύργων ένστάντες αὐτοὶ ἐφύλασσον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>8.</b> (σε [[συζήτηση]]) [[αντιλέγω]]<br /><b>9.</b> (ρητ. και λογ.) [[προβάλλω]] [[αντίρρηση]]<br /><b>10.</b> (για τους Ρωμ. δημάρχους) [[ασκώ]] το [[δικαίωμα]] της αρνησικυρίας (veto)<br /><b>11.</b> (για υγρά) στερεοποιούμαι, [[πήζω]]<br /><b>12.</b> (για [[δίκη]]) [[είμαι]] [[εκκρεμής]] («ἔτι μιᾱς ἐνεστώσης δίκης», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνίστημι:''' μτβ. σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ και σε Μέσ. αόρ. αʹ·<br /><b class="num">Α. 1.</b> [[βάζω]], [[στήνω]], [[τοποθετώ]] σε, [[ορθώνω]], [[επιθέτω]], <i>ἐν λίθοις</i>, σε Ξεν.· ἐν [[τὰς]] χώρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. αόρ. αʹ, [[αρχίζω]], σε Δημ. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.· <b>Β. I.</b> τοποθετούμαι, [[στέκομαι]] σε ένα [[μέρος]], σε [[μία]] [[θέση]], στήνομαι, με δοτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τῷ νηῷ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ορίζομαι, διορίζομαι, [[άρχω]], [[εξουσιάζω]], <i>βασιλεὺς ἐνίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[επίκειμαι]], [[φοβίζω]], [[απειλώ]], επικρέμαμαι, Λατ. imminere, με δοτ. προσ., στον ίδ.· απόλ., είμαι κοντά, βρίσκομαι σε [[απόσταση]] χεριού, [[επίκειμαι]], [[αρχίζω]], σηκώνομαι, εμφανίζομαι, εγείρομαι, σε Αριστοφ., Δημ.· λέγεται για χρόνο, <i>ὁ ἐνεστὼς πολέμου</i>, ο [[παρών]], ο τρέχων [[πόλεμος]], αυτός που βρίσκεται σε [[εξέλιξη]], σε Αισχίν.· <i>τὰ ἐνεστηκότα πράγματα</i>, οι παρούσες, οι τρέχουσες συνθήκες ή περιστάσεις, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> [[στέκομαι]] ως [[εμπόδιο]] στο δρόμο, [[αντιστέκομαι]], [[ανθίσταμαι]], <i>τινι</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[εμποδίζω]], [[παρακωλύω]], στον ίδ. | |||
}} | }} |