λέσχη: Difference between revisions

809 bytes added ,  30 December 2018
5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λέσχη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κέντρο]] συναθροίσεως, [[εντευκτήριο]] ομάδας ατόμων του ίδιου επαγγέλματος, της ίδιας κοινωνικής τάξης ή τών ίδιων ασχολιών ή φρονημάτων, που συνέρχονται για ορισμένους σκοπούς, όπως για [[συζήτηση]], για [[ψυχαγωγία]] ή για [[συνεργασία]]<br /><b>2.</b> (α. «φοιτητική [[λέσχη]]» β. «ορειβατική [[λέσχη]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων που συναθροίζονται σε τέτοιο [[εντευκτήριο]] («η [[λέσχη]] συνεδριάζει [[κάθε]] Πέμπτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεβάτι]], [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[τάφος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] συναθροίσεως αργοσχόλων ή ζητιάνων («οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν [[χαλκήϊον]] ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[δημόσια]] [[στοά]] ή [[δίοδος]] ή ειδικό [[οικοδόμημα]] όπου συζητούσαν οι φτωχοί ή αρχόσχολοι<br /><b>5.</b> (στην Κνίδο) [[στοά]] ή [[αίθουσα]] γυμναστηρίου όπου συνεδρίαζαν τα [[μέλη]] του συμβουλίου<br /><b>6.</b> (στους Δελφούς) [[αίθουσα]] διακοσμημένη με ζωγραφιές του Πολυγνώτου<br /><b>7.</b> (με κακή σημ.) [[φλυαρία]], [[κενολογία]], [[μωρολογία]], κουβεντολόι ή [[κουτσομπολιό]] («στρατὸς γὰρ [[ἀργός]]... λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (με καλή σημ.) [[συζήτηση]], [[συνομιλία]] («[[καίτοι]] γενομένης [[λέσχης]] ὃς γένοιτο αὐτῶν [[ἄριστος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «λύω λέσχας» — λεγόταν σε περιπτώσεις διακοπής ελαφράς συζήτησης και έναρξης σοβαρής εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεχ</i>-<i>σκᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέχομαι]], [[λέχος]]), με [[μετάθεση]] δασύτητας (<i>λεκ</i>-<i>σχᾱ</i> &GT; [[λέσχη]])<br />μεταρρηματ. παρ. ενός αμάρτυρου <i>λέχ</i>-<i>σκ</i>-<i>εται</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βοσκή]] <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]). Συνδέεται με κελτ. <i>lesc</i> «[[νωθρός]], [[οκνηρός]]» και αρχ. άνω γερμ. ρ. <i>lescan</i> «[[σβήνω]]». Απαντά σε ανθρωπωνύμια, όπως <i>Λέσσχων</i>, <i>Λεσχεύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεσχάζω]], [[λεσχαίνω]], [[λεσχαίος]], [[λεσχάρα]], [[λέσχημα]], [[λεσχήν]], [[λέσχης]], [[λεσχώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λεσχολογία]].(<i>Β</i>' συνθετικό) [[αδολέσχης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδόλεσχος]], [[αερολέσχης]], [[έλλεσχος]], [[εννομολέσχης]], [[κυσολέσχης]], [[λογολέσχης]], [[μεταρσιολέσχης]], [[μετεωρολέσχης]], [[μυθολέσχης]], [[πλατυλέσχης]], [[πρόλεσχος]], [[στενολέσχης]], <i>συναδολέσχης</i>, [[χρησμολέσχης]].
|mltxt=η (AM [[λέσχη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κέντρο]] συναθροίσεως, [[εντευκτήριο]] ομάδας ατόμων του ίδιου επαγγέλματος, της ίδιας κοινωνικής τάξης ή τών ίδιων ασχολιών ή φρονημάτων, που συνέρχονται για ορισμένους σκοπούς, όπως για [[συζήτηση]], για [[ψυχαγωγία]] ή για [[συνεργασία]]<br /><b>2.</b> (α. «φοιτητική [[λέσχη]]» β. «ορειβατική [[λέσχη]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων που συναθροίζονται σε τέτοιο [[εντευκτήριο]] («η [[λέσχη]] συνεδριάζει [[κάθε]] Πέμπτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρεβάτι]], [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[τάφος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] συναθροίσεως αργοσχόλων ή ζητιάνων («οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν [[χαλκήϊον]] ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[δημόσια]] [[στοά]] ή [[δίοδος]] ή ειδικό [[οικοδόμημα]] όπου συζητούσαν οι φτωχοί ή αρχόσχολοι<br /><b>5.</b> (στην Κνίδο) [[στοά]] ή [[αίθουσα]] γυμναστηρίου όπου συνεδρίαζαν τα [[μέλη]] του συμβουλίου<br /><b>6.</b> (στους Δελφούς) [[αίθουσα]] διακοσμημένη με ζωγραφιές του Πολυγνώτου<br /><b>7.</b> (με κακή σημ.) [[φλυαρία]], [[κενολογία]], [[μωρολογία]], κουβεντολόι ή [[κουτσομπολιό]] («στρατὸς γὰρ [[ἀργός]]... λέσχας πονηρὰς καὶ κακοστόμους φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (με καλή σημ.) [[συζήτηση]], [[συνομιλία]] («[[καίτοι]] γενομένης [[λέσχης]] ὃς γένοιτο αὐτῶν [[ἄριστος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> «λύω λέσχας» — λεγόταν σε περιπτώσεις διακοπής ελαφράς συζήτησης και έναρξης σοβαρής εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεχ</i>-<i>σκᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λέχομαι]], [[λέχος]]), με [[μετάθεση]] δασύτητας (<i>λεκ</i>-<i>σχᾱ</i> &GT; [[λέσχη]])<br />μεταρρηματ. παρ. ενός αμάρτυρου <i>λέχ</i>-<i>σκ</i>-<i>εται</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βοσκή]] <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]). Συνδέεται με κελτ. <i>lesc</i> «[[νωθρός]], [[οκνηρός]]» και αρχ. άνω γερμ. ρ. <i>lescan</i> «[[σβήνω]]». Απαντά σε ανθρωπωνύμια, όπως <i>Λέσσχων</i>, <i>Λεσχεύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεσχάζω]], [[λεσχαίνω]], [[λεσχαίος]], [[λεσχάρα]], [[λέσχημα]], [[λεσχήν]], [[λέσχης]], [[λεσχώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λεσχολογία]].(<i>Β</i>' συνθετικό) [[αδολέσχης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδόλεσχος]], [[αερολέσχης]], [[έλλεσχος]], [[εννομολέσχης]], [[κυσολέσχης]], [[λογολέσχης]], [[μεταρσιολέσχης]], [[μετεωρολέσχης]], [[μυθολέσχης]], [[πλατυλέσχης]], [[πρόλεσχος]], [[στενολέσχης]], <i>συναδολέσχης</i>, [[χρησμολέσχης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λέσχη:''' ἡ, ([[λέγω]] Γ)·<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] στον οποίο συγκεντρώνονταν για να μιλήσουν και να μάθουν [[νέα]], [[σάλα]], σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· επίσης, [[κάθε]] δημόσια [[στοά]] που χρησίμευε στη [[συνάντηση]] και [[συνομιλία]] των πολιτών [[μεταξύ]] τους, [[βουλευτήριο]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολυλογία]], [[κενολογία]], [[κουτσομπολιό]], το οποίο γινόταν στις <i>λέσχαις</i>, σε Ευρ.· με θετική [[σημασία]], [[συνδιάλεξη]], [[συνομιλία]], σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
}}