3,274,216
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταγιγνώσκω]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγινώσκω]]. | |mltxt=[[μεταγιγνώσκω]] (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεταγινώσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταγιγνώσκω:''' Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -[[γνώσομαι]], αόρ. βʹ <i>μετέγνων</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αλλάζω]] απόψεις, [[μετανοιώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[αλλάζω]] απόψεις σχετικά με ένα [[ζήτημα]], [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], <i>μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα</i>, σε Ευρ.· [[μεταγιγνώσκω]] τὰ προδεδογμένα, [[μεταβάλλω]] ή [[ανακαλώ]] μια προηγούμενη [[απόφαση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[μεταβάλλω]] τη [[γνώμη]] μου ώστε να πράξω [[κάτι]] διαφορετικό, στον ίδ.· [[μεταγιγνώσκω]] ὡς..., [[αλλάζω]] την άποψή μου και [[σκέφτομαι]] ότι..., σε Ξεν. | |||
}} | }} |