3,274,873
edits
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυρεψός]], Μ και μυροψίος και [[μυροψός]])<br />αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο [[μυροποιός]] («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[μυροπώλης]], αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>εψός</i>, <i>χυτρ</i>-<i>εψός</i>). Ο τ. [[μυροψός]] εμφανίζει -<i>ο</i>- [[αντί]] του -<i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> [[χαμόμηλο]] και [[χαμαίμηλο]], <i>ποδόλατος</i> και [[ποδήλατος]]) ως συνδετικό [[φωνήεν]], [[γιατί]] ήδη από τους αρχαίους χρόνους το [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- θεωρήθηκε ως το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] και η [[χρήση]] του επεκτάθηκε αντικαθιστώντας στη [[σύνθεση]] τα λοιπά φωνήεντα]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μυρεψός]], Μ και μυροψίος και [[μυροψός]])<br />αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο [[μυροποιός]] («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[μυροπώλης]], αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἕψω</i> «[[ψήνω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λιν</i>-<i>εψός</i>, <i>χυτρ</i>-<i>εψός</i>). Ο τ. [[μυροψός]] εμφανίζει -<i>ο</i>- [[αντί]] του -<i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> [[χαμόμηλο]] και [[χαμαίμηλο]], <i>ποδόλατος</i> και [[ποδήλατος]]) ως συνδετικό [[φωνήεν]], [[γιατί]] ήδη από τους αρχαίους χρόνους το [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- θεωρήθηκε ως το κατ' εξοχήν συνδετικό [[φωνήεν]] και η [[χρήση]] του επεκτάθηκε αντικαθιστώντας στη [[σύνθεση]] τα λοιπά φωνήεντα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠρεψός:''' ὁ ([[μύρον]], [[ἕψω]]), αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, [[αρωματοποιός]]. | |||
}} | }} |