νεκρώδης: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νεκρώδης]], -ῶδες) [[νεκρός]]<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με [[λείψανο]] («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.
|mltxt=-ες (Α [[νεκρώδης]], -ῶδες) [[νεκρός]]<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με [[λείψανο]] («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεκρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που έχει την όψη νεκρού, που μοιάζει με [[πτώμα]], σε Λουκ.
}}
}}