ξανθοκάρηνος: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξανθοκάρηνος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[κάρηνον]] «[[κεφαλή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>)].
|mltxt=[[ξανθοκάρηνος]], -ον (Α)<br />(επίθ. του Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[κάρηνον]] «[[κεφαλή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξανθοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει ξανθό [[κεφάλι]], [[ξανθομάλλης]], σε Ανθ.
}}
}}