Anonymous

φιλολοίδορος: Difference between revisions

From LSJ
6
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να λοιδορεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλολοιδόρως]] Α<br />με υβριστικό τρόπο, με βρισιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοίδορος]] «[[υβριστικός]], [[χλευαστικός]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να λοιδορεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλολοιδόρως]] Α<br />με υβριστικό τρόπο, με βρισιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λοίδορος]] «[[υβριστικός]], [[χλευαστικός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλολοίδορος:''' -ον, αυτός που αγαπά να διασύρει, [[υβριστικός]], σε Δημ.
}}
}}