καταστατικός: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταστατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια [[κατάσταση]] ή που αναφέρεται σε κάποια [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καταστατικός]] [[χάρτης]]» — ο [[οργανικός]] [[νόμος]] με τον οποίο ιδρύεται [[κάτι]] («[[καταστατικός]] [[χάρτης]] του ΟΗΕ»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[καταστατικό]]<br />το [[σύνολο]] τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την [[ταυτότητα]] και τον σκοπό και διέπουν την [[οργάνωση]] και [[λειτουργία]] ενός νομικού προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[αποκαταστατικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καταστατικόν</i><br />α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η [[δύναμη]] για [[καταπράυνση]]<br />β) η [[υποχρέωση]] του τραπεζίτη για [[ζύγιση]] τών νομισμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[καταστατικῶς]] (Α)<br />με αφηγηματικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταστατός</i> «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του [[καθίστημι]] που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. [[γένος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ.
}}
}}