μελάνοστος: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάνοστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῡ μελανόστου θηρητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀστέον]].
|mltxt=[[μελάνοστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῡ μελανόστου θηρητῆρος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀστέον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελάνοστος:''' -ον, αντί <i>μελᾰν-όστεος</i>, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}