προβούλευμα: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[προβουλεύω]]<br />(στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική [[απόφαση]] ή [[διάταξη]] ή [[σχέδιο]] νόμου το οποίο [[μετά]] από την [[επιψήφιση]] της εκκλησίας του δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο [[βούλευμα]], [[απόφαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κατά]] την προϊσχύσασα ποιν. δικ.) [[ενέργεια]] του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απέρριπτε ως αβάσιμη μια [[μήνυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Ρωμαίους) [[απόφαση]] της συγκλήτου.
|mltxt=το, ΝΑ [[προβουλεύω]]<br />(στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική [[απόφαση]] ή [[διάταξη]] ή [[σχέδιο]] νόμου το οποίο [[μετά]] από την [[επιψήφιση]] της εκκλησίας του δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο [[βούλευμα]], [[απόφαση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κατά]] την προϊσχύσασα ποιν. δικ.) [[ενέργεια]] του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απέρριπτε ως αβάσιμη μια [[μήνυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Ρωμαίους) [[απόφαση]] της συγκλήτου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προβούλευμα:''' -ατος, τό, στην Αθήνα, η προκαταρκτική [[απόφαση]] της βουλής, σε Δημ., Αισχίν.
}}
}}