ἐπισμυγερός: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισμυγερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[οικτρός]], [[ελεεινός]] (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σμυγερός]] «[[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]»].
|mltxt=[[ἐπισμυγερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[οικτρός]], [[ελεεινός]] (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σμυγερός]] «[[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ.
}}
}}