λοχαγέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]].
|btext=-ῶ :<br />commander une compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[λοχαγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}