συγχύνω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[επιφέρω]] σε κάποιον [[σύγχυση]], [[προκαλώ]] ψυχική [[ταραχή]] ή [[δημιουργώ]] [[απορία]] («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χύνω]], [[άλλος]] τ. ενεστ. [[αντί]] του <i>χέω</i>].
|mltxt=Α<br />[[επιφέρω]] σε κάποιον [[σύγχυση]], [[προκαλώ]] ψυχική [[ταραχή]] ή [[δημιουργώ]] [[απορία]] («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χύνω]], [[άλλος]] τ. ενεστ. [[αντί]] του <i>χέω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγχύνω:''' μόνο σε ενεστ., = [[συγχέω]], [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}