Anonymous

ἀποδείκνυμι: Difference between revisions

From LSJ
3
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[ἀπέδειξα]]; [[perfect]] [[passive]] participle ἀποδεδειγμένος; ([[frequent]] in Greek writings from [[Pindar]] Nem. 6,80 [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[point]] [[away]] from [[oneself]], to [[point]] [[out]], [[show]] [[forth]]; to [[expose]] to [[view]], [[exhibit]] ([[Herodotus]] 3,122and [[often]]): to [[declare]]: τινα, to [[show]], [[prove]] [[what]] [[kind]] of a [[person]] anyone Isaiah , δεδοκιμ)ἀσμενον); ἀποδειγνυοντα). to [[prove]] by arguments, [[demonstrate]]: Winer's De [[verb]]. comp. etc. Part iv., p. 16f.
|txtha=1st aorist [[ἀπέδειξα]]; [[perfect]] [[passive]] participle ἀποδεδειγμένος; ([[frequent]] in Greek writings from [[Pindar]] Nem. 6,80 [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[point]] [[away]] from [[oneself]], to [[point]] [[out]], [[show]] [[forth]]; to [[expose]] to [[view]], [[exhibit]] ([[Herodotus]] 3,122and [[often]]): to [[declare]]: τινα, to [[show]], [[prove]] [[what]] [[kind]] of a [[person]] anyone Isaiah , δεδοκιμ)ἀσμενον); ἀποδειγνυοντα). to [[prove]] by arguments, [[demonstrate]]: Winer's De [[verb]]. comp. etc. Part iv., p. 16f.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδείκνυμι:''' και -ύω· μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]] — Παθ., παρακ. -[[δέδεγμαι]], Ιων. -[[δέδεγμαι]]·<br /><b class="num">Α.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] συγκεκριμένο ξεχωρίζοντάς το από άλλα αντικείμενα, και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]], [[επιδεικνύω]], [[φανερώνω]], [[γνωστοποιώ]], με πράξεις ή [[λόγια]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ.· <i>τι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]], [[εμφανίζω]], Λατ. praestare, <i>μαρτύρια τούτων</i>, σε Ηρόδ.· <i>παῖδας</i>, σε Σοφ.· ὑγιέα τινὰ ἐόντα [[ἀποδείκνυμι]], τον [[παρουσιάζω]] σώο και υγιή, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[υπολογίζω]] ή [[επιδίδω]] υπολογισμούς, <i>λόγον</i>, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[δημοσιεύω]], [[κοινοποιώ]] νόμο, Λατ. promulgare, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[ορίζω]], [[παρέχω]], [[αφιερώνω]] [[τέμενος]], <i>βωμὸν ἀποδείκνυμί τινι</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., [[χῶρος]] ἀποδεδεγμένος, προσδιορισμένος [[χώρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> [[καταδεικνύω]] μέσω συλλογισμού, [[αποδεικνύω]], [[αναδεικνύω]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀποδεικνύω τινὰ οὐδὲν λέγοντα</i>, [[καθιστώ]] φανερό ότι αυτός δεν λέει [[τίποτε]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[διορίζω]], [[καθιστώ]], [[ονομάζω]], [[ανακηρύσσω]], [[αναδεικνύω]], ἀποδεικνύω τινὰ [[βασιλέα]], στον ίδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[καθιστώ]], κάνω κάποιον να αποκτήσει μια [[ιδιότητα]]· <i>ἀποδεικνύω τινὰ μοχθηρόν</i>, τον κάνω μοχθηρό, σε Αριστοφ.· <i>ἀποδεικνύω τινὰ κράτιστον</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> αναπαριστώ ως, <i>ἀποδεικνύω παῖδα</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., οὐκ ἐν τοῖσι θεοῖσι [[ἀποδεδέχαται]] (Ιων. γʹ πληθ. παρακ.), δεν έχουν θεωρηθεί άξιοι να συμπεριληφθούν στη [[χορεία]] των θεών, δεν έχουν γίνει αποδεκτοί ως θεοί, στον ίδ.<b>Β.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[επιδεικνύω]], [[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]] [[κάτι]] προσωπικό μου· [[ἀποδέξασθαι]] τὴν γνώμην, [[φανερώνω]] τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· <i>μνημόσυνα ἀποδεικνύω</i>, [[επιδεικνύω]] [[μεγάλα]] οικοδομήματα, μνημεία που έχουν ανεγερθεί με τη [[φροντίδα]] μου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ακριβώς όπως το Ενεργ., ἀποδεικνύω [[ὅτι]]..., [[φανερώνω]] ότι..., σε Ξεν.
}}
}}