ἀπόφθεγμα: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀπόφθεγμα]]) [[αποφθέγγομαι]]<br />σύντομη [[κρίση]], γνωμικό, [[ρητό]].
|mltxt=το (AM [[ἀπόφθεγμα]]) [[αποφθέγγομαι]]<br />σύντομη [[κρίση]], γνωμικό, [[ρητό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόφθεγμα:''' -ατος, τό ([[ἀποφθέγγομαι]]), σύντομο, βραχύ και περιεκτικό [[ρητό]], [[απόφθεγμα]], σε Ξεν.
}}
}}